όρσε — βλ. ορίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὄρσε — ὄρνυμι ṛṇóti aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορίζω — όρισα, ορίστηκα, ορισμένος 1. βάζω όριο, σύνορο, καθορίζω τη θέση: Ο Έβρος ορίζει την Ελλάδα και την Τουρκία. 2. προσδιορίζω, καθορίζω χρονικά: Δεν ορίστηκε ακόμα η μέρα των εξετάσεων. 3. είμαι κύριος, εξουσιάζω: Αυτά τα νησιά τα ορίζει η Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Moutza — Single moutza … Wikipedia
γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… … Dictionary of Greek
Παρίσι — (Paris) Πρωτεύουσα της Γαλλίας και ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά, πνευματικά, εμπορικά, βιομηχανικά και οικονομικά κέντρα του κόσμου. Από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές γύρω από το αστικό κέντρο του Παρισιού ξεχωρίζουν οι: Αρζαντέιγ, Ανιέρ… … Dictionary of Greek
ὄρσ' — ὄρσο , ὄρνυμι ṛṇóti aor imperat mid 2nd sg ὄρσαι , ὄρνυμι ṛṇóti aor imperat mid 2nd sg (epic) ὄρσαι , ὄρνυμι ṛṇóti aor inf act (epic) ὄρσα , ὄρνυμι ṛṇóti aor ind act 1st sg (epic) ὄρσε , ὄρνυμι ṛṇóti aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)